κρινοειδής: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[κρινοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[κρίνο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> <i>τα κρινοειδή</i><br />[[ομοταξία]] εδραίων ή ελεύθερων εχινοδέρμων με μακριούς και εύκαμπτους βραχίονες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>. Η λ. ως επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, | |mltxt=-ές (AM [[κρινοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[κρίνο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> <i>τα κρινοειδή</i><br />[[ομοταξία]] εδραίων ή ελεύθερων εχινοδέρμων με μακριούς και εύκαμπτους βραχίονες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>. Η λ. ως επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>crinoidea</i> <span style="color: red;"><</span> <i>crin</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κρίνον]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>oidea</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>oides</i> <span style="color: red;"><</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A like a lily, Dsc.3.128. εις, εντος, ὁ, name of one of the Idaean Dactyls, Sch.Il.22.391. II -εις, εσσα, εν, like a lily, κεραυνός dub. cj. in Supp.Epigr.4.386 (Panamara).
German (Pape)
[Seite 1509] ές, lilienartig, ἄνθος Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κρῐνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κρίνον, Διοσκ. 3. 143.
Greek Monolingual
-ές (AM κρινοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κρίνο
νεοελλ.
ζωολ. τα κρινοειδή
ομοταξία εδραίων ή ελεύθερων εχινοδέρμων με μακριούς και εύκαμπτους βραχίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + -ειδής. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. crinoidea < crin- (< κρίνον) + -oidea (< λατ. -oides < συνδετικό φωνήεν -ο- + -ειδής < εἶδος)].