κρησφύγετο: Difference between revisions
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[κρησφύγετον]])<br />[[τόπος]] όπου καταφεύγει ή κρύβεται [[κάποιος]], [[καταφύγιο]], [[κρυψώνας]] (α. «τ' αγρίμια του λόγγου έβγαιναν από τα [[σκοτεινά]] κρησφύγετα», Ζερβ.<br />β. «λέγων ὡς [[ἄμεινον]] σφίσι εἴη κρησφύγετόν τι ὑπάρχον [[εἶναι]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει α' συνθετικό <i>κρησ</i>-, για του οποίου την [[προέλευση]] έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις<br />το β' συνθετικό -<i>φυγετο</i>(<i>ν</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- ( | |mltxt=το (Α [[κρησφύγετον]])<br />[[τόπος]] όπου καταφεύγει ή κρύβεται [[κάποιος]], [[καταφύγιο]], [[κρυψώνας]] (α. «τ' αγρίμια του λόγγου έβγαιναν από τα [[σκοτεινά]] κρησφύγετα», Ζερβ.<br />β. «λέγων ὡς [[ἄμεινον]] σφίσι εἴη κρησφύγετόν τι ὑπάρχον [[εἶναι]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει α' συνθετικό <i>κρησ</i>-, για του οποίου την [[προέλευση]] έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις<br />το β' συνθετικό -<i>φυγετο</i>(<i>ν</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ετον</i>. Οι αρχαίοι γραμματικοί συνδέουν το <i>α</i>' συνθετικό με τη λ. [[Κρής]] «[[Κρητικός]]», βασιζόμενοι στο ότι στην [[Κρήτη]] υπήρχαν σπηλιές που χρησίμευαν ως κρησφύγετα. Αργότερα το <i>κρησ</i>- συσχετίστηκε από πολλούς με τη λ. [[κάρα]] «[[κεφάλι]]», [[άποψη]] η οποία δεν φαίνεται πολύ πειστική. Κατ' άλλους, η λ. [[κρησφύγετον]] προέρχεται από το <i>χρησφύγετον</i> (με [[ανομοίωση]] του δασέος <i>χ</i>- σε <i>κ</i>-) <span style="color: red;"><</span> [[χρῆος]] «[[χρέος]]», [[άποψη]] ισχυρή από μορφολογική [[άποψη]]. Ωστόσο, πιο εύλογη σημασιολογικά φαίνεται η ετυμολόγηση της λ. <i>κρησ</i>-<i>φύγετον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πρησ</i>-<i>φύγετον</i>, του οποίου το <i>α</i>' συνθετικό <i>πρησ</i>- ανάγεται στην [[πρόθεση]] [[προς]] ([[πρβλ]]. [[πρήγιστος]] «[[πρέσβυς]]»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:02, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (Α κρησφύγετον)
τόπος όπου καταφεύγει ή κρύβεται κάποιος, καταφύγιο, κρυψώνας (α. «τ' αγρίμια του λόγγου έβγαιναν από τα σκοτεινά κρησφύγετα», Ζερβ.
β. «λέγων ὡς ἄμεινον σφίσι εἴη κρησφύγετόν τι ὑπάρχον εἶναι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει α' συνθετικό κρησ-, για του οποίου την προέλευση έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις
το β' συνθετικό -φυγετο(ν) < θ. φυγ- (πρβλ. ἔ-φυγ-ον) + επίθημα -ετον. Οι αρχαίοι γραμματικοί συνδέουν το α' συνθετικό με τη λ. Κρής «Κρητικός», βασιζόμενοι στο ότι στην Κρήτη υπήρχαν σπηλιές που χρησίμευαν ως κρησφύγετα. Αργότερα το κρησ- συσχετίστηκε από πολλούς με τη λ. κάρα «κεφάλι», άποψη η οποία δεν φαίνεται πολύ πειστική. Κατ' άλλους, η λ. κρησφύγετον προέρχεται από το χρησφύγετον (με ανομοίωση του δασέος χ- σε κ-) < χρῆος «χρέος», άποψη ισχυρή από μορφολογική άποψη. Ωστόσο, πιο εύλογη σημασιολογικά φαίνεται η ετυμολόγηση της λ. κρησ-φύγετον < πρησ-φύγετον, του οποίου το α' συνθετικό πρησ- ανάγεται στην πρόθεση προς (πρβλ. πρήγιστος «πρέσβυς»)].