κριθοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κριθοφόρος]], -ον)<br />αυτός που παράγει [[κριθάρι]] («[[κριθοφόρος]] ἀρίστη ἡ Ἀττική», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριθή]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μηλο</i>-[[φόρος]], <i>οπωρο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=ο (Α [[κριθοφόρος]], -ον)<br />αυτός που παράγει [[κριθάρι]] («[[κριθοφόρος]] ἀρίστη ἡ Ἀττική», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριθή]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>μηλο</i>-[[φόρος]], <i>οπωρο</i>-[[φόρος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρῑθοφόρος:''' приносящий ячмень ([[χώρα]] Plut.).
|elrutext='''κρῑθοφόρος:''' приносящий ячмень ([[χώρα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 14:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑθοφόρος Medium diacritics: κριθοφόρος Low diacritics: κριθοφόρος Capitals: ΚΡΙΘΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: krithophóros Transliteration B: krithophoros Transliteration C: krithoforos Beta Code: kriqofo/ros

English (LSJ)

ον, A bearing barley, Thphr.HP8.8.2, Str.8.6.16.

German (Pape)

[Seite 1509] Gerste tragend; κριθοφόρος ἀρίστη ἡ Ἀττική Theophr.; χώρα Strab. VIII, 375.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑθοφόρος: -ον, ὁ φέρων, παράγων κριθάς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 2, Στράβ. 375.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit de l’orge.
Étymologie: κριθή, φέρω.

Greek Monolingual

ο (Α κριθοφόρος, -ον)
αυτός που παράγει κριθάρικριθοφόρος ἀρίστη ἡ Ἀττική», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + -φόρος (< φέρω), πρβλ. μηλο-φόρος, οπωρο-φόρος.

Russian (Dvoretsky)

κρῑθοφόρος: приносящий ячмень (χώρα Plut.).