κτηνύδριον: Difference between revisions
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(22) |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κτηνύδριον]], τὸ (Α)<br /><b>πάπ.</b> μικρό [[κτήνος]], μικρό ζώο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτῆνος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδριον</i> ( | |mltxt=[[κτηνύδριον]], τὸ (Α)<br /><b>πάπ.</b> μικρό [[κτήνος]], μικρό ζώο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτῆνος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδριον</i> ([[πρβλ]]. <i>λογ</i>-<i>ύδριον</i>, <i>νησ</i>-<i>ύδριον</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:06, 23 August 2021
English (LSJ)
τό, Dim. of κτῆνος, PStrassb.92.12 (iii A.D.), PFlor. 120.6 (iii A.D.).
Greek Monolingual
κτηνύδριον, τὸ (Α)
πάπ. μικρό κτήνος, μικρό ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον, νησ-ύδριον)].