λαομέδων: Difference between revisions
From LSJ
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαομέδων]], -οντος, ὁ (Α)<br />αυτός που κυβερνά τον λαό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέδων]] «[[κυρίαρχος]], [[κύριος]]» ( | |mltxt=[[λαομέδων]], -οντος, ὁ (Α)<br />αυτός που κυβερνά τον λαό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέδων]] «[[κυρίαρχος]], [[κύριος]]» ([[πρβλ]]. <i>θαλασσο</i>-[[μέδων]], <i>ιππο</i>-[[μέδων]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:20, 23 August 2021
English (LSJ)
οντος, ὁ,
A ruler of the people, in Hom. as pr. n.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱομέδων: -οντος, ὁ, ὁ διοικῶν, κυβερνῶν τὸν λαὸν, παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. ὄνομα.
Greek Monolingual
λαομέδων, -οντος, ὁ (Α)
αυτός που κυβερνά τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + μέδων «κυρίαρχος, κύριος» (πρβλ. θαλασσο-μέδων, ιππο-μέδων)].
Greek Monotonic
λᾱομέδων: -οντος, ὁ, αυτός που διοικεί, που κυβερνά τον λαό· στον Όμηρ., ως κύριο όνομα.
Middle Liddell
λᾱο-μέδων, οντος, ὁ,
ruler of the people: in Hom. as prop. n.