λειψόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λειψόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαδήσει τις [[τρίχες]] του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει χάσει τα περισσότερα από τα μαλλιά του, [[φαλακρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λειψός]] <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυανό</i>-[[θριξ]], [[λευκό]]-[[θριξ]]].
|mltxt=[[λειψόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαδήσει τις [[τρίχες]] του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει χάσει τα περισσότερα από τα μαλλιά του, [[φαλακρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λειψός]] <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>), [[πρβλ]]. <i>κυανό</i>-[[θριξ]], [[λευκό]]-[[θριξ]]].
}}
}}

Revision as of 14:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειψόθριξ Medium diacritics: λειψόθριξ Low diacritics: λειψόθριξ Capitals: ΛΕΙΨΟΘΡΙΞ
Transliteration A: leipsóthrix Transliteration B: leipsothrix Transliteration C: leipsothriks Beta Code: leiyo/qric

English (LSJ)

τρῐχος, ὁ, ἡ, τό, A having lost their hair, μέρη Ael.NA14.4.

German (Pape)

[Seite 27] τριχος, der die Haare verloren hat, Ael. H. A. 14, 4.

Greek (Liddell-Scott)

λειψόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἀπολέσας τὴν κόμην του, Αἰλ. π. Ζ. 14. 4.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
qui a perdu ses cheveux.
Étymologie: λείπω, θρίξ.

Greek Monolingual

λειψόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει μαδήσει τις τρίχες του
2. αυτός που έχει χάσει τα περισσότερα από τα μαλλιά του, φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό-θριξ, λευκό-θριξ].