λεωκόνητος: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λεωκόνητος]] και λεωκόνιτος, ὁ (Α)<br />ο εξολοθρευμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λεωκόνητος]] <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]], με [[επίδραση]] του επιρρ. [[λέως]] «εντελώς, [[τελείως]]» <span style="color: red;">+</span> θ. <i>κον</i>- (του [[καίνω]] «[[σκοτώνω]]», | |mltxt=[[λεωκόνητος]] και λεωκόνιτος, ὁ (Α)<br />ο εξολοθρευμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λεωκόνητος]] <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]], με [[επίδραση]] του επιρρ. [[λέως]] «εντελώς, [[τελείως]]» <span style="color: red;">+</span> θ. <i>κον</i>- (του [[καίνω]] «[[σκοτώνω]]», [[πρβλ]]. παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κον</i>-<i>α</i>), [[πρβλ]]. <i>τρι</i>-<i>κόνητος</i>, ο δε τ. <i>λεωκόνιτος</i> με πιθ. [[επίδραση]] του [[κονίω]] <span style="color: red;"><</span> [[κόνις]] «[[σκόνη]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 23 August 2021
English (LSJ)
v. λέως.
Greek Monolingual
λεωκόνητος και λεωκόνιτος, ὁ (Α)
ο εξολοθρευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεωκόνητος < λεῖος, με επίδραση του επιρρ. λέως «εντελώς, τελείως» + θ. κον- (του καίνω «σκοτώνω», πρβλ. παρακμ. κέ-κον-α), πρβλ. τρι-κόνητος, ο δε τ. λεωκόνιτος με πιθ. επίδραση του κονίω < κόνις «σκόνη»].