λιθόδμητος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[λιθόδμητος]], -ον)<br />ο κτισμένος με λίθους, [[λιθόκτιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δμητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[κτίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δορί</i>-<i>δμητος</i>, <i>θεό</i>-<i>δμητος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[λιθόδμητος]], -ον)<br />ο κτισμένος με λίθους, [[λιθόκτιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δμητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[κτίζω]]»), [[πρβλ]]. <i>δορί</i>-<i>δμητος</i>, <i>θεό</i>-<i>δμητος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:26, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθόδμητος Medium diacritics: λιθόδμητος Low diacritics: λιθόδμητος Capitals: ΛΙΘΟΔΜΗΤΟΣ
Transliteration A: lithódmētos Transliteration B: lithodmētos Transliteration C: lithodmitos Beta Code: liqo/dmhtos

English (LSJ)

ον, A stone-built, AP9.570 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 45] von Steinen gebaut, μονόκλινον, Philodem. 32 (IX, 570).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόδμητος: -ον, ᾠκοδομημένος διὰ λίθων, Ἀνθ. Π. 9. 570.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
construit en pierres.
Étymologie: λίθος, δμητός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λιθόδμητος, -ον)
ο κτισμένος με λίθους, λιθόκτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. δορί-δμητος, θεό-δμητος].

Greek Monotonic

λῐθόδμητος: -ον, ο οικοδομημένος από πέτρες, λιθόκτιστος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῐθόδμητος: сделанный из камня (μονόκλινον Anth.).

Middle Liddell

λῐθό-δμητος, ον
stone-built, Anth.