λοξοκίνητος: Difference between revisions
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λοξοκίνητος]], -ον (Μ)<br />αυτός που κινείται πλαγίως («[[λοξοκίνητος]] [[κύκλος]]» — η εκλειπτική).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κινητός]] <span style="color: red;"><</span> [[κινώ]]), | |mltxt=[[λοξοκίνητος]], -ον (Μ)<br />αυτός που κινείται πλαγίως («[[λοξοκίνητος]] [[κύκλος]]» — η εκλειπτική).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κινητός]] <span style="color: red;"><</span> [[κινώ]]), [[πρβλ]]. <i>αυτο</i>-<i>κίνητος</i>, <i>βραδυ</i>-<i>κίνητος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 23 August 2021
English (LSJ)
[ῑ], ον, A moving athwart, λ. κύκλος the ecliptic, Sch. Hes.Op.381 (p.208 G.)
Greek (Liddell-Scott)
λοξοκίνητος: -ον, ὁ κινούμενος λοξῶς, πλαγίως, λ. κύκλος, ἡ ἐκλειπτική, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 381.
Greek Monolingual
λοξοκίνητος, -ον (Μ)
αυτός που κινείται πλαγίως («λοξοκίνητος κύκλος» — η εκλειπτική).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -κίνητος (< κινητός < κινώ), πρβλ. αυτο-κίνητος, βραδυ-κίνητος].