λυχνοδότης: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυχνοδότης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει τους λύχνους<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] ιερέα του αιγυπτιακού ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-[[δότης]], <i>ζωο</i>-[[δότης]].
|mltxt=[[λυχνοδότης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει τους λύχνους<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] ιερέα του αιγυπτιακού ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. <i>αιμο</i>-[[δότης]], <i>ζωο</i>-[[δότης]].
}}
}}

Revision as of 14:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

λυχνοδότης, ὁ (Α)
1. αυτός που παρέχει τους λύχνους
2. τίτλος ιερέα του αιγυπτιακού ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο-δότης, ζωο-δότης.