μεγαλότιμος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγαλότιμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[αξία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαλοτίμως</i> (Α)<br />με [[μεγάλη]] [[τιμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τιμή]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>υψηλό</i>-<i>τιμος</i>)].
|mltxt=[[μεγαλότιμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[αξία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαλοτίμως</i> (Α)<br />με [[μεγάλη]] [[τιμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τιμή]] ([[πρβλ]]. <i>υψηλό</i>-<i>τιμος</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλότῑμος Medium diacritics: μεγαλότιμος Low diacritics: μεγαλότιμος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: megalótimos Transliteration B: megalotimos Transliteration C: megalotimos Beta Code: megalo/timos

English (LSJ)

ον, A greatly honoured, PMag.Leid.W.14.22, Pap.in Sitzb.Heidelb.Akad.1923(2).18; gloss on ἐρίτιμος, Hsch., EM374.55. Adv. -μως D.L.8.88.

German (Pape)

[Seite 107] von großem Preise, Werthe, hochgeehrt, VLL. als Erkl. von ἐρίτιμος. – Adv., D. Sic. 8, 88.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλότῑμος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλην ἀξίαν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐρίτιμον. ― Ἐπίρρ. μεγαλοτίμως, μετὰ μεγάλης τιμῆς, Διογ. Λ. 8. 88.

Spanish

grandemente honrado, que recibe gran honra

Greek Monolingual

μεγαλότιμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλη αξία.
επίρρ...
μεγαλοτίμως (Α)
με μεγάλη τιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + τιμή (πρβλ. υψηλό-τιμος)].