μειώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μειώνυμος]], -ον (Α)<br />(για [[κλάσμα]]) αυτό που έχει μικρότερο παρονομαστή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεῖον]] (<b>βλ. λ.</b> [[μείων]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[μειώνυμος]], -ον (Α)<br />(για [[κλάσμα]]) αυτό που έχει μικρότερο παρονομαστή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεῖον]] (<b>βλ. λ.</b> [[μείων]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. <i>ετερ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}

Revision as of 15:03, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειώνῠμος Medium diacritics: μειώνυμος Low diacritics: μειώνυμος Capitals: ΜΕΙΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: meiṓnymos Transliteration B: meiōnymos Transliteration C: meionymos Beta Code: meiw/numos

English (LSJ)

ον, A with a smaller denominator, of fractions, Iamb. in Nic.p.48 P. (Comp.).

German (Pape)

[Seite 117] compar. zu μικρώνυμος, mit kleinerem Anzeiger, von Verhältnissen in der Arithmetik, lambl. u. Nicom. p. 68 a.

Greek (Liddell-Scott)

μειώνυμος: -ον, εἶδος συγκριτικοῦ τοῦ μικρώνυμος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

μειώνυμος, -ον (Α)
(για κλάσμα) αυτό που έχει μικρότερο παρονομαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].