μελαγχολώ: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los
(24) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω (ΑM [[μελαγχολώ]], -άω) [[μελάγχολος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πάσχω]], κατέχομαι από [[δυσθυμία]], από [[μελαγχολία]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον μελαγχολικό, [[χαλώ]] τη [[διάθεση]] κάποιου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[βαρύθυμος]], [[άκεφος]]<br /><b>μσν.</b><br />εξοργίζομαι, [[αγανακτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />κατέχομαι από [[μανία]], [[μαίνομαι]] («μελαγχολᾱν δοκῶν ἅπασι | |mltxt=-έω (ΑM [[μελαγχολώ]], -άω) [[μελάγχολος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πάσχω]], κατέχομαι από [[δυσθυμία]], από [[μελαγχολία]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον μελαγχολικό, [[χαλώ]] τη [[διάθεση]] κάποιου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[βαρύθυμος]], [[άκεφος]]<br /><b>μσν.</b><br />εξοργίζομαι, [[αγανακτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />κατέχομαι από [[μανία]], [[μαίνομαι]] («μελαγχολᾱν δοκῶν ἅπασι τοῖς οἰκείοις», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελάγχολος]]. Το αρχ. [[μελαγχολώ]], -<i>άω</i>, στη Νέα Ελληνική έγινε [[μελαγχολώ]], -<i>έω</i> [[κατά]] τα [[πολλά]] παρασύνθετα σε -<i>έω</i>, [[πρβλ]]. [[συνήγορος]]: [[συνηγορώ]], -<i>έω</i> ([[νόμος]] Scaliger)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
-έω (ΑM μελαγχολώ, -άω) μελάγχολος
νεοελλ.
1. πάσχω, κατέχομαι από δυσθυμία, από μελαγχολία
2. κάνω κάποιον μελαγχολικό, χαλώ τη διάθεση κάποιου
νεοελλ.-μσν.
είμαι ή γίνομαι βαρύθυμος, άκεφος
μσν.
εξοργίζομαι, αγανακτώ
αρχ.
κατέχομαι από μανία, μαίνομαι («μελαγχολᾱν δοκῶν ἅπασι τοῖς οἰκείοις», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάγχολος. Το αρχ. μελαγχολώ, -άω, στη Νέα Ελληνική έγινε μελαγχολώ, -έω κατά τα πολλά παρασύνθετα σε -έω, πρβλ. συνήγορος: συνηγορώ, -έω (νόμος Scaliger)].