μετεωροπόλος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετεωροπόλος]], -ον (Α)<br />αυτός που ασχολείται με τα μετέωρα και, γενικά, με [[υψηλά]] πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετέωρον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] «[[επέρχομαι]], [[υπάρχω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μαντι</i>-[[πόλος]], <i>νυκτι</i>-[[πόλος]].
|mltxt=[[μετεωροπόλος]], -ον (Α)<br />αυτός που ασχολείται με τα μετέωρα και, γενικά, με [[υψηλά]] πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετέωρον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] «[[επέρχομαι]], [[υπάρχω]]»), [[πρβλ]]. <i>μαντι</i>-[[πόλος]], <i>νυκτι</i>-[[πόλος]].
}}
}}

Revision as of 15:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεωροπόλος Medium diacritics: μετεωροπόλος Low diacritics: μετεωροπόλος Capitals: ΜΕΤΕΩΡΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: meteōropólos Transliteration B: meteōropolos Transliteration C: meteoropolos Beta Code: metewropo/los

English (LSJ)

ον, A busying oneself with high things, Ph. 1.588.

German (Pape)

[Seite 160] sich mit Untersuchung der überirdischen Dinge beschäftigend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροπόλος: -ον, ὁ περὶ ὑψηλὰ πράγματα διατρίβων, Φίλων 1. 588. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μετεωροπόλων· τῶν τὰ οὐράνια σκοπούντων».

Greek Monolingual

μετεωροπόλος, -ον (Α)
αυτός που ασχολείται με τα μετέωρα και, γενικά, με υψηλά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + -πόλος (< πέλομαι «επέρχομαι, υπάρχω»), πρβλ. μαντι-πόλος, νυκτι-πόλος.