μικρόθυμος: Difference between revisions
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μικρόθυμος]], -ον)<br />αυτός που έχει αδύναμη [[ψυχή]], ασθενές [[φρόνημα]], [[λιγόψυχος]], [[μικρόψυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(ο)- <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] ( | |mltxt=-η, -ο (Α [[μικρόθυμος]], -ον)<br />αυτός που έχει αδύναμη [[ψυχή]], ασθενές [[φρόνημα]], [[λιγόψυχος]], [[μικρόψυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(ο)- <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] ([[πρβλ]]. [[μεγαλό]]-<i>θυμος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A mean-spirited, narrow-minded, D.H.11.12.
German (Pape)
[Seite 184] kleinmüthig, kleinlich oder niedrig denkend, D. Hal. 11, 12.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόθῡμος: -ον, ὁ μικρόψυχος, Διον. Ἁλ. 11. 12.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μικρόθυμος, -ον)
αυτός που έχει αδύναμη ψυχή, ασθενές φρόνημα, λιγόψυχος, μικρόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + θυμός (πρβλ. μεγαλό-θυμος)].