μονία: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μονία]] και ιων. τ. μονίη, ἡ (Α)<br />[[κατάσταση]] ακινησίας ή αταραξίας, [[σταθερότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>μον</i>- του [[μένω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μονή]]), κατ' [[απόσπαση]] από τα σύνθ. <i>εμμονίη [[καταμονίη]],].<br /> <b>(II)</b><br />[[μονία]], ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. μονίη) [[μόνος]]<br />το να ζει [[κανείς]] απομονωμένος, [[μοναξιά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εμμονή]]<br /><b>2.</b> η ζωή [[μοναχού]], ο [[μοναστικός]] [[βίος]]<br /><b>3.</b> [[κελλί]] [[μοναχού]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανεξαρτησία]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μονία]] και ιων. τ. μονίη, ἡ (Α)<br />[[κατάσταση]] ακινησίας ή αταραξίας, [[σταθερότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>μον</i>- του [[μένω]] ([[πρβλ]]. [[μονή]]), κατ' [[απόσπαση]] από τα σύνθ. <i>εμμονίη [[καταμονίη]],].<br /> <b>(II)</b><br />[[μονία]], ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. μονίη) [[μόνος]]<br />το να ζει [[κανείς]] απομονωμένος, [[μοναξιά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εμμονή]]<br /><b>2.</b> η ζωή [[μοναχού]], ο [[μοναστικός]] [[βίος]]<br /><b>3.</b> [[κελλί]] [[μοναχού]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανεξαρτησία]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μονία:''' ион. μονίη ἡ покой, неподвижность, устойчивость Emped.
|elrutext='''μονία:''' ион. μονίη ἡ покой, неподвижность, устойчивость Emped.
}}
}}

Revision as of 15:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονία Medium diacritics: μονία Low diacritics: μονία Capitals: ΜΟΝΙΑ
Transliteration A: monía Transliteration B: monia Transliteration C: monia Beta Code: moni/a

English (LSJ)

(B), Ion. -ιη, ἡ, (μόνος) A solitude, celibacy, Max.71.
μονία (A), Ion. -ιη, ἡ, (μένω) A changelessness, Emp.27.4. 2 steadfastness, Tyrt.1.15 Diehl; μανία derived from this word or from sq. acc. to Cael.Aur.TP1.145.

German (Pape)

[Seite 202] ἡ, Einsamkeit, einsames Leben, Empedocl. 24, l. d., u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονία: Ἰων. -ίη, ἡ, (μένω) τὸ μένειν, διαμένειν, Ἐμπεδ. 168· ἴδε περιηγὴς 3.

Greek Monolingual

(I)
μονία και ιων. τ. μονίη, ἡ (Α)
κατάσταση ακινησίας ή αταραξίας, σταθερότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα μον- του μένω (πρβλ. μονή), κατ' απόσπαση από τα σύνθ. εμμονίη καταμονίη,].
(II)
μονία, ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. μονίη) μόνος
το να ζει κανείς απομονωμένος, μοναξιά
μσν.
1. εμμονή
2. η ζωή μοναχού, ο μοναστικός βίος
3. κελλί μοναχού
αρχ.
ανεξαρτησία.

Russian (Dvoretsky)

μονία: ион. μονίη ἡ покой, неподвижность, устойчивость Emped.