μινυανθής: Difference between revisions

From LSJ

ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μινυανθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανθεί για μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μινυανθές</i><br />[[είδος]] φυτού («[[τρίφυλλον]], τὴν [[ἤτοι]] μινυανθές, ὁ δὲ τριπέτηλον ἐνίσπει», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μινυ</i>- του [[μινύθω]] «[[περικόπτω]], [[ελαττώνω]]» (<b>βλ.</b> [[μινύθω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χρυσ</i>-<i>ανθής</i>].
|mltxt=[[μινυανθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανθεί για μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μινυανθές</i><br />[[είδος]] φυτού («[[τρίφυλλον]], τὴν [[ἤτοι]] μινυανθές, ὁ δὲ τριπέτηλον ἐνίσπει», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μινυ</i>- του [[μινύθω]] «[[περικόπτω]], [[ελαττώνω]]» (<b>βλ.</b> [[μινύθω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]]), [[πρβλ]]. <i>χρυσ</i>-<i>ανθής</i>].
}}
}}

Revision as of 15:23, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐνῠανθής Medium diacritics: μινυανθής Low diacritics: μινυανθής Capitals: ΜΙΝΥΑΝΘΗΣ
Transliteration A: minyanthḗs Transliteration B: minyanthēs Transliteration C: minyanthis Beta Code: minuanqh/s

English (LSJ)

ές, A blooming a short time, Max.76; τὸ μ., = τριπέτηλον, τρίφυλλον, treacle clover, Psoralea bituminosa, Nic.Th.522, Gal.12.144.

German (Pape)

[Seite 188] ές, kurze Zeit blühend, τρίφυλλον, Nic. Ther. 522, v. l. μηνυανθής(?), u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῐνῠανθής: -ές, ὁ ἐπὶ βραχὺν χρόνον ἀνθῶν, θάλλων, Μαξίμ. π. Καταρχ. 76· - τὸ μινυανθὲς Νικ. Θηρ. 522.

Greek Monolingual

μινυανθής, -ές (Α)
1. αυτός που ανθεί για μικρό χρονικό διάστημα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μινυανθές
είδος φυτού («τρίφυλλον, τὴν ἤτοι μινυανθές, ὁ δὲ τριπέτηλον ἐνίσπει», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυ- του μινύθω «περικόπτω, ελαττώνω» (βλ. μινύθω) + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χρυσ-ανθής].