μορφοφανής: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(25)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μορφοφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που φαίνεται, που [[είναι]] [[εμφανής]] μόνο [[κατά]] τη [[μορφή]] του, [[κατά]] το [[σχήμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονο</i>-<i>φανής</i>].
|mltxt=[[μορφοφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που φαίνεται, που [[είναι]] [[εμφανής]] μόνο [[κατά]] τη [[μορφή]] του, [[κατά]] το [[σχήμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνομαι]]), [[πρβλ]]. <i>μονο</i>-<i>φανής</i>].
}}
}}

Revision as of 15:29, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

μορφοφᾰνής: -ές, ὁ κατὰ τὴν μορφὴν (τὸ σχῆμα) φαινόμενος, Ἀνθ. Π. 1. 88.

Greek Monolingual

μορφοφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται, που είναι εμφανής μόνο κατά τη μορφή του, κατά το σχήμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -φανής (< φαίνομαι), πρβλ. μονο-φανής].