ψευδάνωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου) αυτός που θεωρείται [[άνδρας]] [[χωρίς]] να [[είναι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>άνωρ</i>].
|mltxt=-ορος, ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου) αυτός που θεωρείται [[άνδρας]] [[χωρίς]] να [[είναι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>άνωρ</i>].
}}
}}

Revision as of 15:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδάνωρ Medium diacritics: ψευδάνωρ Low diacritics: ψευδάνωρ Capitals: ΨΕΥΔΑΝΩΡ
Transliteration A: pseudánōr Transliteration B: pseudanōr Transliteration C: psevdanor Beta Code: yeuda/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, A sham man, epithet of Dionysus, Polyaen. 4.1.

German (Pape)

[Seite 1393] ορος, der unächte Mann, der fälschlich für einen Mann Gehaltene, ohne es zu sein, Διόνυσος Polyaen. 4, 18, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδάνωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ ψευδὴς ἀνὴρ, ὁ Βάκχος, ἴδε Πολύαινον 4. 1.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που θεωρείται άνδρας χωρίς να είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πολυ-άνωρ].