ψυχοσσόος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που σώζει την [[ψυχή]], που διατηρεί την ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σσόος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σόος]], επικ. τ. του επιθ. [[σῶος]]<br />«[[ασφαλής]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολι</i>-<i>σσόος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που σώζει την [[ψυχή]], που διατηρεί την ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σσόος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σόος]], επικ. τ. του επιθ. [[σῶος]]<br />«[[ασφαλής]]»), [[πρβλ]]. <i>πολι</i>-<i>σσόος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχοσσόος Medium diacritics: ψυχοσσόος Low diacritics: ψυχοσσόος Capitals: ΨΥΧΟΣΣΟΟΣ
Transliteration A: psychossóos Transliteration B: psychossoos Transliteration C: psychossoos Beta Code: yuxosso/os

English (LSJ)

ον, A saving the soul, AP9.197 (Marin.Neap.), 15.12 (Leo Phil.).

German (Pape)

[Seite 1404] die Seele, das Leben rettend, erhaltend; ἄλκαι Ep. ad. 594 (IX, 197); ἄνθος Leo philos. (XV, 12).

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοσσόος: -ον, ὁ σώζων τὴν ψυχήν, ψυχοσσόον ἄλκαρ Ἀνθ. Παλατ. 9. 197, 15. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sauve ou conserve la vie.
Étymologie: ψυχή, σόος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που σώζει την ψυχή, που διατηρεί την ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -σσόος (< σόος, επικ. τ. του επιθ. σῶος
«ασφαλής»), πρβλ. πολι-σσόος].

Greek Monotonic

ψῡχοσσόος: -ον, αυτός που σώζει την ψυχή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ψῠχοσσόος: сохраняющий жизнь (ἄλκαρ, ἄνθος Anth.).

Middle Liddell

ψῡχοσ-σόος, ον,
saving the soul, Anth.