ωτιαίος: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> [[ωτικός]] («ωτιαίοι μύες»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ωτιαία [[σάλπιγγα]]»<br /><b>ανατ.</b> η ευσταχειανή [[σάλπιγγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]] «[[αφτί]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαίος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νωτ</i>-<i>ιαίος</i>)].
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> [[ωτικός]] («ωτιαίοι μύες»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ωτιαία [[σάλπιγγα]]»<br /><b>ανατ.</b> η ευσταχειανή [[σάλπιγγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]] «[[αφτί]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαίος</i> ([[πρβλ]]. <i>νωτ</i>-<i>ιαίος</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:49, 23 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. ωτικός («ωτιαίοι μύες»)
2. φρ. «ωτιαία σάλπιγγα»
ανατ. η ευσταχειανή σάλπιγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + κατάλ. -ιαίος (πρβλ. νωτ-ιαίος)].