ἄκηπος: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(2)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκηπος]], -ον) [[κῆπος]]<br />αυτός που δεν έχει κήπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κῆπος]] [[ἄκηπος]]», [[κήπος]] που δεν αποδίδει καρπούς (<b>[[πρβλ]].</b> «[[δώρο]] άδωρο»).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκηπος]], -ον) [[κῆπος]]<br />αυτός που δεν έχει κήπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κῆπος]] [[ἄκηπος]]», [[κήπος]] που δεν αποδίδει καρπούς ([[πρβλ]]. «[[δώρο]] άδωρο»).
}}
}}

Latest revision as of 15:55, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 72] κῆπος, ein Garten, der kein Garten zu nennen ist, Greg. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκηπος: -ον, ἄνευ κήπου· κῆπος ἄκηπος, Γρηγ. Ναζ.

Spanish (DGE)

-ον que no puede llamarse jardín κῆποι Gr.Naz.Ep.5.5.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκηπος, -ον) κῆπος
αυτός που δεν έχει κήπο
αρχ.
φρ. «κῆπος ἄκηπος», κήπος που δεν αποδίδει καρπούς (πρβλ. «δώρο άδωρο»).