ἄκηπος: Difference between revisions
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(6_16) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄκηπος''': -ον, [[ἄνευ]] κήπου· [[κῆπος]] [[ἄκηπος]], Γρηγ. Ναζ. | |lstext='''ἄκηπος''': -ον, [[ἄνευ]] κήπου· [[κῆπος]] [[ἄκηπος]], Γρηγ. Ναζ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[que no puede llamarse jardín]] κῆποι Gr.Naz.<i>Ep</i>.5.5. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκηπος]], -ον) [[κῆπος]]<br />αυτός που δεν έχει κήπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κῆπος]] [[ἄκηπος]]», [[κήπος]] που δεν αποδίδει καρπούς ([[πρβλ]]. «[[δώρο]] άδωρο»). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:55, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 72] κῆπος, ein Garten, der kein Garten zu nennen ist, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκηπος: -ον, ἄνευ κήπου· κῆπος ἄκηπος, Γρηγ. Ναζ.
Spanish (DGE)
-ον que no puede llamarse jardín κῆποι Gr.Naz.Ep.5.5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκηπος, -ον) κῆπος
αυτός που δεν έχει κήπο
αρχ.
φρ. «κῆπος ἄκηπος», κήπος που δεν αποδίδει καρπούς (πρβλ. «δώρο άδωρο»).