ἀσχιδής: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἀσχιδής]], -ές)<br /><b>1.</b> (για φύλλα) μη σχισμένος, [[άσχιστος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) ο μη [[δίχηλος]], αυτός του οποίου οι χηλές των ποδιών δεν χωρίζονται σε δύο μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχιδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[σχίζω]] ( | |mltxt=-ές (Α [[ἀσχιδής]], -ές)<br /><b>1.</b> (για φύλλα) μη σχισμένος, [[άσχιστος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) ο μη [[δίχηλος]], αυτός του οποίου οι χηλές των ποδιών δεν χωρίζονται σε δύο μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχιδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[σχίζω]] ([[πρβλ]]. [[ακροσχιδής]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀσχῐδής:''' нерасщепленный (ἰσχάδες Arst.). | |elrutext='''ἀσχῐδής:''' нерасщепленный (ἰσχάδες Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, (σχίζω) A uncloven, undivided, ἰσχάδες Arist.Pr.930b33; of animals, ἀσχιδῆ οἷον τὰ μώνυχα Id.HA499b11, cf. PA42b29; φύλλα Thphr.HP3.10.1.
German (Pape)
[Seite 382] ές, ungespalten, Arist. H. A. 2, 1. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσχῐδής: -ές, (σχίζω) ὁ μὴ σχιστός, ἄσχιστος, ἰσχάδες Ἀριστ. Προβλ. 22, 9· ἐπὶ ζῴων, τὸ μὴ δίχαλον, ἀσχιδῆ, οἷον τὰ μώνυχα ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 30, πρβλ. περὶ Ζ. Μορ. 1. 3, 2. ― Ἐπίρρ. -δῶς Εὐστ. Πονημάτ. 49. 14.
Spanish (DGE)
-ές
de cosas no partido ἰσχάδες Arist.Pr.930b33
•no hendido de las pezuñas de algunos animales ἀσχιδῆ, οἷον τὰ μώνυχα Arist.HA 499b11, cf. PA 642b29, φύλλον Thphr.HP 3.10.1.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀσχιδής, -ές)
1. (για φύλλα) μη σχισμένος, άσχιστος
2. (για ζώα) ο μη δίχηλος, αυτός του οποίου οι χηλές των ποδιών δεν χωρίζονται σε δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σχιδής < σχίζω (πρβλ. ακροσχιδής)].
Russian (Dvoretsky)
ἀσχῐδής: нерасщепленный (ἰσχάδες Arst.).