ἑξάκλινος: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑξάκλινος]], -ον)<br />(για [[υπνοδωμάτιο]], θάλαμο <b>κ.λπ.</b>) με έξι κλίνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἑξάκλινον</i><br />[[ανάκλιντρο]] με έξι θέσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> ( | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἑξάκλινος]], -ον)<br />(για [[υπνοδωμάτιο]], θάλαμο <b>κ.λπ.</b>) με έξι κλίνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἑξάκλινον</i><br />[[ανάκλιντρο]] με έξι θέσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> ([[πρβλ]]. [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> [[κλίνη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A with six couches, also ἕξκλινος, EM346.14:—as Subst. ἑξάκλινον, τό, couch to hold six, Mart.9.59.9.
German (Pape)
[Seite 865] mit sechs Tischlagern, auch ἕξκλινος, E. M. u. Philem. lex.; τὸ ἑξάκλινον, Martial. 9, 60.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάκλινος: -ον, ἔχων ἓξ κλίνας, ὡσαύτως ἕξκλινος, Ἐτυμ. Μ. 346. 14· ― ὡς οὐσιαστ. ἑξάκλινον, τό, τὸ ἀνάκλιντρον ἔχον ἓξ θέσεις, Martial. 9. 60.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἕξκ- át. según Hdn.Gr.2.222
que tiene seis lechos Hdn.l.c.
•subst. τὸ ἑξάκλινον lecho de seis plazas Mart.9.59.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑξάκλινος, -ον)
(για υπνοδωμάτιο, θάλαμο κ.λπ.) με έξι κλίνες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το ἑξάκλινον
ανάκλιντρο με έξι θέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < εξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κλίνη.