ἑξάκλινος: Difference between revisions

From LSJ

ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑξάκλινος]], -ον)<br />(για [[υπνοδωμάτιο]], θάλαμο <b>κ.λπ.</b>) με έξι κλίνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἑξάκλινον</i><br />[[ανάκλιντρο]] με έξι θέσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> [[κλίνη]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑξάκλινος]], -ον)<br />(για [[υπνοδωμάτιο]], θάλαμο <b>κ.λπ.</b>) με έξι κλίνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἑξάκλινον</i><br />[[ανάκλιντρο]] με έξι θέσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> ([[πρβλ]]. [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> [[κλίνη]].
}}
}}

Revision as of 16:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξάκλῑνος Medium diacritics: ἑξάκλινος Low diacritics: εξάκλινος Capitals: ΕΞΑΚΛΙΝΟΣ
Transliteration A: hexáklinos Transliteration B: hexaklinos Transliteration C: eksaklinos Beta Code: e(ca/klinos

English (LSJ)

ον, A with six couches, also ἕξκλινος, EM346.14:—as Subst. ἑξάκλινον, τό, couch to hold six, Mart.9.59.9.

German (Pape)

[Seite 865] mit sechs Tischlagern, auch ἕξκλινος, E. M. u. Philem. lex.; τὸ ἑξάκλινον, Martial. 9, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξάκλινος: -ον, ἔχων ἓξ κλίνας, ὡσαύτως ἕξκλινος, Ἐτυμ. Μ. 346. 14· ― ὡς οὐσιαστ. ἑξάκλινον, τό, τὸ ἀνάκλιντρον ἔχον ἓξ θέσεις, Martial. 9. 60.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἕξκ- át. según Hdn.Gr.2.222
que tiene seis lechos Hdn.l.c.
subst. τὸ ἑξάκλινον lecho de seis plazas Mart.9.59.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑξάκλινος, -ον)
(για υπνοδωμάτιο, θάλαμο κ.λπ.) με έξι κλίνες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το ἑξάκλινον
ανάκλιντρο με έξι θέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < εξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κλίνη.