ἐριαυγής: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
(14)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐριαυγής]], -ές (Α)<br />πολύ [[λαμπρός]], φωτεινότατος, [[ολόφωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αυγή]] ή αμάρτυρο [[αύγος]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[ηλιαυγής]]].
|mltxt=[[ἐριαυγής]], -ές (Α)<br />πολύ [[λαμπρός]], φωτεινότατος, [[ολόφωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αυγή]] ή αμάρτυρο [[αύγος]]<br />[[πρβλ]]. [[ηλιαυγής]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:00, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1027] ές, sehr glänzend, Orph. frg. 7, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριαυγής: -ές, λίαν φωτεινός, λαμπρός, Ὀρφ. Ἀποσπ. 7. 11.

Greek Monolingual

ἐριαυγής, -ές (Α)
πολύ λαμπρός, φωτεινότατος, ολόφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -αυγής (< αυγή ή αμάρτυρο αύγος
πρβλ. ηλιαυγής].