ἐπίμοιρος: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίμοιρος]], -ον (Α)<br />[[κοινωνός]], [[μέτοχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>μοιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μοίρα]] <span style="color: red;"><</span> [[μείρομαι]] «[[διαιρώ]], [[συμμετέχω]]»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δί</i>-<i>μοιρος</i>, <i>μεμψί</i>-<i>μοιρος</i>)].
|mltxt=[[ἐπίμοιρος]], -ον (Α)<br />[[κοινωνός]], [[μέτοχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>μοιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μοίρα]] <span style="color: red;"><</span> [[μείρομαι]] «[[διαιρώ]], [[συμμετέχω]]»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. <i>δί</i>-<i>μοιρος</i>, <i>μεμψί</i>-<i>μοιρος</i>)].
}}
}}

Revision as of 16:02, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμοιρος Medium diacritics: ἐπίμοιρος Low diacritics: επίμοιρος Capitals: ΕΠΙΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: epímoiros Transliteration B: epimoiros Transliteration C: epimoiros Beta Code: e)pi/moiros

English (LSJ)

ον, A partaking in, c. gen., στεφάνων B.1.48, cf. Euryph. ap. Stob.4.39.27.

German (Pape)

[Seite 964] theilhaftig, fähig, τινός, Stob. flor. 103, 27 aus Eurypham.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμοιρος: -ον, μετέχων τινός, μετὰ γεν., εὐδαιμοσύνας ἐπίμοιρος (βίος) Εὐρυφάν. παρὰ Στοβ. 555. 42, Βακχυλ. 1. 158, Πρόκλ. 6. 26., 7. 25.

Greek Monolingual

ἐπίμοιρος, -ον (Α)
κοινωνός, μέτοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μοιρος (< μοίρα < μείρομαι «διαιρώ, συμμετέχω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δί-μοιρος, μεμψί-μοιρος)].