ἡμιπληγία: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἡμιπληγία]])<br /><b>ιατρ.</b> [[απώλεια]] της εκούσιας κινητικότητας στο δεξιό ή στο αριστερό ήμισυ του σώματος, η οποία [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] βλάβης της λεγόμενης πυραμιδικής οδού του κεντρικού νευρικού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ημιπληγής]]. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου ( | |mltxt=η (AM [[ἡμιπληγία]])<br /><b>ιατρ.</b> [[απώλεια]] της εκούσιας κινητικότητας στο δεξιό ή στο αριστερό ήμισυ του σώματος, η οποία [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] βλάβης της λεγόμενης πυραμιδικής οδού του κεντρικού νευρικού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ημιπληγής]]. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>hemiplegie</i> και <i>hemiplexie</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Διονύσιο Πύρρο]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:11, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, A paralysis, Paul.Aeg.3.16.
Greek Monolingual
η (AM ἡμιπληγία)
ιατρ. απώλεια της εκούσιας κινητικότητας στο δεξιό ή στο αριστερό ήμισυ του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα βλάβης της λεγόμενης πυραμιδικής οδού του κεντρικού νευρικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημιπληγής. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. hemiplegie και hemiplexie). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Διονύσιο Πύρρο].