ἱερακοτρόφος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (ΑΜ [[ἱερακοτρόφος]], -ον)<br />αυτός που τρέφει γεράκια<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ιερακοτρόφος]]<br />ο [[γερακάρης]], αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> ο [[μαθητής]] του Ιέρακος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τροφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]] ( | |mltxt=-ο (ΑΜ [[ἱερακοτρόφος]], -ον)<br />αυτός που τρέφει γεράκια<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ιερακοτρόφος]]<br />ο [[γερακάρης]], αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> ο [[μαθητής]] του Ιέρακος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τροφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]] ([[πρβλ]]. <i>βοο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>κυνο</i>-<i>τρόφος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ον,= ἱερακοβοσκός, Cat.Cod.Astr.7.118,al. II pupil of Hierax, Eun.Hist. p.268 D.
German (Pape)
[Seite 1240] Habichte haltend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱκοτρόφος: -ον, = ἱερακοβοσκός, Εὐνάπ. 95. 18.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ ἱερακοτρόφος, -ον)
αυτός που τρέφει γεράκια
(νεοελλ.-μσν.) το αρσ. ως ουσ. ο ιερακοτρόφος
ο γερακάρης, αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια
αρχ.
ως ουσ. ο μαθητής του Ιέρακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -τροφος < τρέφω (πρβλ. βοο-τρόφος, κυνο-τρόφος)].