ἴθρις: Difference between revisions
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἴθρις]], ὁ (Α)<br />[[ευνούχος]], ευνουχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἴθρις]] [[είναι]] [[παράλληλος]] τ. του <i>ἔθρις</i>, με [[τροπή]] του <i>ε</i>- σε <i>ι</i>- ( | |mltxt=[[ἴθρις]], ὁ (Α)<br />[[ευνούχος]], ευνουχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἴθρις]] [[είναι]] [[παράλληλος]] τ. του <i>ἔθρις</i>, με [[τροπή]] του <i>ε</i>- σε <i>ι</i>- ([[πρβλ]]. [[ιδρύω]]). Ο τ. <i>ἔθρις</i> συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>vadhri</i>- «ευνουχισμένος»]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 16:20, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A eunuch, restored from Hsch. for ἴδρις in AP6.219 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1245] ὁ, der Verschnittene, VLL.; nach Casaub. conj. Antp. 27 (VI, 219).
Greek (Liddell-Scott)
ἴθρῐς: ὁ, εὐνοῦχος, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 175. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἴθρις· σπάδων, τομίας, εὐνοῦχος».
Greek Monolingual
ἴθρις, ὁ (Α)
ευνούχος, ευνουχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἴθρις είναι παράλληλος τ. του ἔθρις, με τροπή του ε- σε ι- (πρβλ. ιδρύω). Ο τ. ἔθρις συνδέεται με αρχ. ινδ. vadhri- «ευνουχισμένος»].
Russian (Dvoretsky)
ἴθρις: εως ὁ скопец Anth.
Frisk Etymological English
See also: s. ἔθρις.
Frisk Etymology German
ἴθρις: {íthris}
See also: = ἔθρις, s. d.
Page 1,715