ευάρματος: Difference between revisions
From LSJ
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
(14) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐάρματος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νικητής]] στο [[αγώνισμα]] της αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρμα]]), | |mltxt=[[εὐάρματος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νικητής]] στο [[αγώνισμα]] της αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρμα]]), [[πρβλ]]. [[πολυάρματος]], [[χρυσάρματος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
εὐάρματος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», Σοφ.)
2. νικητής στο αγώνισμα της αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άρματος (< άρμα), πρβλ. πολυάρματος, χρυσάρματος].