ευάρματος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐάρματος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νικητής]] στο [[αγώνισμα]] της αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρμα]]), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>άρματος</i>, <i>χρυσ</i>-<i>άρματος</i>].
|mltxt=[[εὐάρματος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νικητής]] στο [[αγώνισμα]] της αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρμα]]), [[πρβλ]]. [[πολυάρματος]], [[χρυσάρματος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὐάρματος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», Σοφ.)
2. νικητής στο αγώνισμα της αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άρματος (< άρμα), πρβλ. πολυάρματος, χρυσάρματος].