ζευγολάτης: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(16) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ζευγηλάτης]], ο (AM [[ζευγηλάτης]] και [[ζευγελάτης]], Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. [[ζευγηλατρίς]])<br />αυτός που οργώνει το [[χωράφι]] κατευθύνοντας [[ζευγάρι]] βοδιών ή αλόγων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζευγηλάτης]], με [[επίδραση]] του -<i>ο</i> του [[ζεύγος]] και άλλων συνθ. Ο τ. [[ζευγηλάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]]), | |mltxt=και [[ζευγηλάτης]], ο (AM [[ζευγηλάτης]] και [[ζευγελάτης]], Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. [[ζευγηλατρίς]])<br />αυτός που οργώνει το [[χωράφι]] κατευθύνοντας [[ζευγάρι]] βοδιών ή αλόγων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζευγηλάτης]], με [[επίδραση]] του -<i>ο</i> του [[ζεύγος]] και άλλων συνθ. Ο τ. [[ζευγηλάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]]), [[πρβλ]]. [[διφρηλάτης]], [[ποδηλάτης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
και ζευγηλάτης, ο (AM ζευγηλάτης και ζευγελάτης, Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. ζευγηλατρίς)
αυτός που οργώνει το χωράφι κατευθύνοντας ζευγάρι βοδιών ή αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγηλάτης, με επίδραση του -ο του ζεύγος και άλλων συνθ. Ο τ. ζευγηλάτης < ζεύγος + -ηλάτης (< ελαύνω), πρβλ. διφρηλάτης, ποδηλάτης].