ζωάριο: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρίαbane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house

Source
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α ζωάριον)<br />(υποκορ. του <i>ζώο</i>)<br />μικρό ζώο, [[ζούδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ασήμαντος]] [[άνθρωπος]], [[ζωντόβολο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. υποκορ. -άριο (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βιβλι</i>-<i>άριο</i>, <i>ω</i>-<i>άριο</i>)].
|mltxt=το (Α ζωάριον)<br />(υποκορ. του <i>ζώο</i>)<br />μικρό ζώο, [[ζούδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ασήμαντος]] [[άνθρωπος]], [[ζωντόβολο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. υποκορ. -άριο ([[πρβλ]]. [[βιβλιάριο]], [[ωάριο]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:43, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Α ζωάριον)
(υποκορ. του ζώο)
μικρό ζώο, ζούδι
νεοελλ.
μτφ. ασήμαντος άνθρωπος, ζωντόβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + κατάλ. υποκορ. -άριο (πρβλ. βιβλιάριο, ωάριο)].