ηφαίστειος: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[Ἡφαίστειος]], -εία, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ηφαίστειο]], ο [[ηφαιστειακός]] («ηφαίστεια [[λάβα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ηφαίστειο]]<br />α) η επιφανειακή [[απόληξη]] ενός εκτεταμένου υπόγειου συστήματος μέσω του οποίου διοχετεύεται το [[μάγμα]] από τον χώρο δημιουργίας του στην [[επιφάνεια]] της γής<br />β) <b>φρ.</b> «[[είναι]] [[ηφαίστειο]]»<br />i. [[είναι]] [[θερμός]], [[είναι]] [[φλογερός]]<br />ii. [[είναι]] πολύ εκνευρισμένος, [[είναι]] έξω φρενών<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Ήφαιστο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ήφαιστος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-α, -ο (Α [[Ἡφαίστειος]], -εία, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ηφαίστειο]], ο [[ηφαιστειακός]] («ηφαίστεια [[λάβα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ηφαίστειο]]<br />α) η επιφανειακή [[απόληξη]] ενός εκτεταμένου υπόγειου συστήματος μέσω του οποίου διοχετεύεται το [[μάγμα]] από τον χώρο δημιουργίας του στην [[επιφάνεια]] της γής<br />β) <b>φρ.</b> «[[είναι]] [[ηφαίστειο]]»<br />i. [[είναι]] [[θερμός]], [[είναι]] [[φλογερός]]<br />ii. [[είναι]] πολύ εκνευρισμένος, [[είναι]] έξω φρενών<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Ήφαιστο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ήφαιστος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. [[ηράκλειος]], [[λυκούργειος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:49, 23 August 2021
Greek Monolingual
-α, -ο (Α Ἡφαίστειος, -εία, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηφαίστειο, ο ηφαιστειακός («ηφαίστεια λάβα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ηφαίστειο
α) η επιφανειακή απόληξη ενός εκτεταμένου υπόγειου συστήματος μέσω του οποίου διοχετεύεται το μάγμα από τον χώρο δημιουργίας του στην επιφάνεια της γής
β) φρ. «είναι ηφαίστειο»
i. είναι θερμός, είναι φλογερός
ii. είναι πολύ εκνευρισμένος, είναι έξω φρενών
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Ήφαιστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + επίθημα -ειος (πρβλ. ηράκλειος, λυκούργειος)].