θεογενής: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεογενής]] και [[θεογεννής]], -ές (Α)<br />αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από κάποιον θεό («[[θεός]] τοι καί [[θεογενής]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=[[θεογενής]] και [[θεογεννής]], -ές (Α)<br />αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από κάποιον θεό («[[θεός]] τοι καί [[θεογενής]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. [[ευγενής]], [[ομογενής]]].
}}
}}

Revision as of 17:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεογενής Medium diacritics: θεογενής Low diacritics: θεογενής Capitals: ΘΕΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: theogenḗs Transliteration B: theogenēs Transliteration C: theogenis Beta Code: qeogenh/s

English (LSJ)

ές, A born of God, Sch.rec.A.Pr.351, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1195] ές, gottgeboren, Schol. Aesch. Prom. 351.

Greek (Liddell-Scott)

θεογενής: -ές, ἐκ θεοῦ γεννηθείς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 351· ἴδε θειογενής.

Greek Monolingual

θεογενής και θεογεννής, -ές (Α)
αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από κάποιον θεό («θεός τοι καί θεογενής», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γενής (< γένος), πρβλ. ευγενής, ομογενής].