θεόκτητος: Difference between revisions
From LSJ
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεόκτητος]], -ον (Μ)<br />αυτός τον οποίο αποκτά [[κάποιος]] από θεό ή από θεϊκή [[εύνοια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτώμαι]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[θεόκτητος]], -ον (Μ)<br />αυτός τον οποίο αποκτά [[κάποιος]] από θεό ή από θεϊκή [[εύνοια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτώμαι]]), [[πρβλ]]. [[επίκτητος]], [[ιδιόκτητος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:51, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A acquired by God, τρίποδες Aristonous 1.9.
German (Pape)
[Seite 1196] von Gott erworben, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
θεόκτητος: -ον, ὃν παρὰ θεοῦ κτᾶταί τις, Εὐστ. Πονημ. 233. 92.
Greek Monolingual
θεόκτητος, -ον (Μ)
αυτός τον οποίο αποκτά κάποιος από θεό ή από θεϊκή εύνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κτητος (< κτώμαι), πρβλ. επίκτητος, ιδιόκτητος].