θυρσαχθής: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
(17)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυρσαχθής]], -ές (Α)<br />(πιθ. εσφ. ανάγν. [[αντί]] <i>θυρσεγχής</i>) (για τον Βάκχο) [[θυρσοφόρος]] ή αυτός που κρατάει και πάλλει τον θύρσο σαν [[δόρυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άχθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επ</i>-<i>αχθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>αχθής</i>].
|mltxt=[[θυρσαχθής]], -ές (Α)<br />(πιθ. εσφ. ανάγν. [[αντί]] <i>θυρσεγχής</i>) (για τον Βάκχο) [[θυρσοφόρος]] ή αυτός που κρατάει και πάλλει τον θύρσο σαν [[δόρυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άχθος]]), [[πρβλ]]. [[επαχθής]], [[πολυαχθής]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:55, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1227] ές, mit dem Thyrsus belastet, Thyrsus tragend, Orph. H. 44, 5, v. l. θυρσεχθής, Ruhnk. θυρσεγχής, mit dem Thyrsus wie mit einer Lanze bewaffnet.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσαχθής: -ές, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, ὁ φέρων ἄχθος θύρσου, δηλ. ὁ φέρων θύρσον, Ὀρφ. Ὕμν. 44. 5· ὁ Ruhnk. προτιμᾷ θυρσεγχής, ἔχων ὡς δόρυ θύρσον.

Greek Monolingual

θυρσαχθής, -ές (Α)
(πιθ. εσφ. ανάγν. αντί θυρσεγχής) (για τον Βάκχο) θυρσοφόρος ή αυτός που κρατάει και πάλλει τον θύρσο σαν δόρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -αχθής (< άχθος), πρβλ. επαχθής, πολυαχθής].