θυννοθήρας: Difference between revisions
From LSJ
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θυννοθήρας]], ὁ (Α)<br />(ως [[τίτλος]] ενός μίμου του Σώφρονος) αυτός που ψαρεύει τον(ν)ους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύννος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[θυννοθήρας]], ὁ (Α)<br />(ως [[τίτλος]] ενός μίμου του Σώφρονος) αυτός που ψαρεύει τον(ν)ους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύννος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]), [[πρβλ]]. [[θεσιθήρας]], [[ορνιθοθήρας]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A tunny-fisher, title of Mime by Sophron, Ath.7.303c, 306d, Ael.NA15.6.
German (Pape)
[Seite 1225] ὁ, Thunfischfänger, Ath. VII, 303 c; Titel eines Stückes des Sophron, 306 d.
Greek (Liddell-Scott)
θυννοθήρας: -ου, ὁ, ὁ ἁλιεύων θύννους, ὄνομα μίμου τινὸς τοῦ Σώφρονος, Ἀθήν. 303 C, 3061).
Greek Monolingual
θυννοθήρας, ὁ (Α)
(ως τίτλος ενός μίμου του Σώφρονος) αυτός που ψαρεύει τον(ν)ους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + -θηρας (< θήρα), πρβλ. θεσιθήρας, ορνιθοθήρας].