ιθυντήρ: Difference between revisions
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰθυντήρ]], -ῆρος, ὁ και θηλ. [[ἰθύντειρα]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο [[πηδαλιούχος]]<br /><b>2.</b> [[ηγεμόνας]], [[διοικητής]], [[κυβερνήτης]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἰθύντειρα]]<br />επίθ. της Δίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. αρσ. -<i>τηρ</i> (θηλ. -<i>τειρα</i>), | |mltxt=[[ἰθυντήρ]], -ῆρος, ὁ και θηλ. [[ἰθύντειρα]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο [[πηδαλιούχος]]<br /><b>2.</b> [[ηγεμόνας]], [[διοικητής]], [[κυβερνήτης]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἰθύντειρα]]<br />επίθ. της Δίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. αρσ. -<i>τηρ</i> (θηλ. -<i>τειρα</i>), [[πρβλ]]. [[δοτήρ]], [[κυβερνητήρ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἰθυντήρ, -ῆρος, ὁ και θηλ. ἰθύντειρα (Α)
1. αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο πηδαλιούχος
2. ηγεμόνας, διοικητής, κυβερνήτης
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰθύντειρα
επίθ. της Δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. αρσ. -τηρ (θηλ. -τειρα), πρβλ. δοτήρ, κυβερνητήρ].