ιστιόκωπος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱστιόκωπος]], ἡ (Α)<br />(ενν. [[ναυς]]) [[είδος]] πλοίου που χρησιμοποιεί [[ιστία]] και [[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κώπη]]), [[πρβλ]]. <i>σιδηρό</i>-<i>κωπος</i>, <i>φιλό</i>-<i>κωπος</i>].
|mltxt=[[ἱστιόκωπος]], ἡ (Α)<br />(ενν. [[ναυς]]) [[είδος]] πλοίου που χρησιμοποιεί [[ιστία]] και [[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κώπη]]), [[πρβλ]]. [[σιδηρόκωπος]], [[φιλόκωπος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱστιόκωπος, ἡ (Α)
(ενν. ναυς) είδος πλοίου που χρησιμοποιεί ιστία και κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -κωπος (< κώπη), πρβλ. σιδηρόκωπος, φιλόκωπος].