κακομήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακομήτωρ]], ἡ (Α)<br />([[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> στη λ. [[ἀμήτωρ]]) κακή [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]]), [[πρβλ]]. <i>κοινο</i>-<i>μήτωρ</i>, <i>φιλο</i>-<i>μήτωρ</i>].
|mltxt=[[κακομήτωρ]], ἡ (Α)<br />([[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> στη λ. [[ἀμήτωρ]]) κακή [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]]), [[πρβλ]]. [[κοινομήτωρ]], [[φιλομήτωρ]]].
}}
}}

Revision as of 18:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκομήτωρ Medium diacritics: κακομήτωρ Low diacritics: κακομήτωρ Capitals: ΚΑΚΟΜΗΤΩΡ
Transliteration A: kakomḗtōr Transliteration B: kakomētōr Transliteration C: kakomitor Beta Code: kakomh/twr

English (LSJ)

ορος, ἡ, A mother of ill, gloss on ἀμήτωρ, Hsch.:—but prob. κακομήστωρ ( A = κακόμητις) shd. be read in Man. 4.307.

German (Pape)

[Seite 1301] ορος, eine unglückliche od. böse Mutter habend, Hesych., Erkl. von ἀμήτωρ. – Aber Man. 4, 307 steht κακομήτορες neben δόλιοι = κακομῆται, vielleicht in κακομήστορες zu ändern.

Greek (Liddell-Scott)

κακομήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, κακὴ μήτηρ, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐν Σοφ. Ἠλέκτρᾳ 1154, μήτηρ ἀμήτωρ, Ἡσύχ: - παρὰ Μανέθ. 4. 307, πιθ. ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κακομήστωρ, = κακομήτης.

Greek Monolingual

κακομήτωρ, ἡ (Α)
(γλώσσα του Ησύχ. στη λ. ἀμήτωρ) κακή μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. κοινομήτωρ, φιλομήτωρ].