καμπεσίγυιος: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καμπεσίγυιος]], -ον (Α)<br />(για παιχνίδια) αυτός που κάμπτει τα [[μέλη]] του σώματος («παίγνια καμπεσίγυια» — παιχνίδια που λυγίζουν τα [[μέλη]] του σώματος, τα νευρόσπαστα, <b>Ορφ.</b> απόσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καμπεσί</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>γυιος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γυῖα</i> «[[μέλη]] του σώματος»), [[πρβλ]]. <i>αγλαό</i>-<i>γυιος</i>, <i>ιμερό</i>-<i>γυιος</i>. Σύνθ. του τ. <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
|mltxt=[[καμπεσίγυιος]], -ον (Α)<br />(για παιχνίδια) αυτός που κάμπτει τα [[μέλη]] του σώματος («παίγνια καμπεσίγυια» — παιχνίδια που λυγίζουν τα [[μέλη]] του σώματος, τα νευρόσπαστα, <b>Ορφ.</b> απόσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καμπεσί</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>γυιος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γυῖα</i> «[[μέλη]] του σώματος»), [[πρβλ]]. [[αγλαόγυιος]], [[ιμερόγυιος]]. Σύνθ. του τ. <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
}}
}}

Revision as of 18:14, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπεσίγυιος Medium diacritics: καμπεσίγυιος Low diacritics: καμπεσίγυιος Capitals: ΚΑΜΠΕΣΙΓΥΙΟΣ
Transliteration A: kampesígyios Transliteration B: kampesiguios Transliteration C: kampesigyios Beta Code: kampesi/guios

English (LSJ)

ον, A bending the limbs, παίγνια κ. puppets, Orph.Fr.34.

German (Pape)

[Seite 1318] die Glieder beugend, παίγνια, Gliederpuppen, Orph. bei Clem. Al. p. 15, vgl. Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

καμπεσίγυιος: -ον, κάμπτων τὰ μέλη, παίγνια κ., τὰ νευρόσπαστα, Ὀρφ. Ἀποστ. 17, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.

Greek Monolingual

καμπεσίγυιος, -ον (Α)
(για παιχνίδια) αυτός που κάμπτει τα μέλη του σώματος («παίγνια καμπεσίγυια» — παιχνίδια που λυγίζουν τα μέλη του σώματος, τα νευρόσπαστα, Ορφ. απόσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί- (< κάμπτω) + -γυιος (< γυῖα «μέλη του σώματος»), πρβλ. αγλαόγυιος, ιμερόγυιος. Σύνθ. του τ. τερψί-μβροτος].