καινοθήρας: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που θηρεύει τα καινά, [[εκείνος]] που επιδιώκει να μάθει νέα πράγματα<br /><b>2.</b> αυτός που αποδέχεται [[πρόθυμα]] και [[χωρίς]] [[κρίση]] [[καθετί]] νέο και περιφρονεί την [[παράδοση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεσι</i>-<i>θήρας</i>, <i>προικο</i>-<i>θήρας</i>. Η λ. χρησιμοποιήθηκε τον περασμένο αιώνα για την [[απόδοση]] στην ελλ. του γαλλ. <i>reporteur</i> «[[δημοσιογράφος]], [[ανταποκριτής]]» και μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που θηρεύει τα καινά, [[εκείνος]] που επιδιώκει να μάθει νέα πράγματα<br /><b>2.</b> αυτός που αποδέχεται [[πρόθυμα]] και [[χωρίς]] [[κρίση]] [[καθετί]] νέο και περιφρονεί την [[παράδοση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]), [[πρβλ]]. [[θεσιθήρας]], [[προικοθήρας]]. Η λ. χρησιμοποιήθηκε τον περασμένο αιώνα για την [[απόδοση]] στην ελλ. του γαλλ. <i>reporteur</i> «[[δημοσιογράφος]], [[ανταποκριτής]]» και μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που θηρεύει τα καινά, εκείνος που επιδιώκει να μάθει νέα πράγματα
2. αυτός που αποδέχεται πρόθυμα και χωρίς κρίση καθετί νέο και περιφρονεί την παράδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -θήρας (< θήρα), πρβλ. θεσιθήρας, προικοθήρας. Η λ. χρησιμοποιήθηκε τον περασμένο αιώνα για την απόδοση στην ελλ. του γαλλ. reporteur «δημοσιογράφος, ανταποκριτής» και μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].