καλοτάξιδος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) α) αυτό που πλέει με [[ευστάθεια]], που κάνει καλό [[ταξίδι]], που αντέχει στην [[τρικυμία]]<br />β) αυτό που ταξιδεύει με αίσιους οιωνούς, με ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες, που επιχειρεί επικερδές [[ταξίδι]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) αυτός που ταξιδεύει ή ταξίδεψε άνετα, ευχάριστα, με γαλήνια [[θάλασσα]] («φθάσαμε καλοτάξιδοι στο [[νησί]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τάξιδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ταξίδι]]), [[πρβλ]]. <i>αργο</i>-<i>τάξιδος</i>, <i>πρωτο</i>-<i>τάξιδος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) α) αυτό που πλέει με [[ευστάθεια]], που κάνει καλό [[ταξίδι]], που αντέχει στην [[τρικυμία]]<br />β) αυτό που ταξιδεύει με αίσιους οιωνούς, με ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες, που επιχειρεί επικερδές [[ταξίδι]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) αυτός που ταξιδεύει ή ταξίδεψε άνετα, ευχάριστα, με γαλήνια [[θάλασσα]] («φθάσαμε καλοτάξιδοι στο [[νησί]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τάξιδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ταξίδι]]), [[πρβλ]]. [[αργοτάξιδος]], [[πρωτοτάξιδος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για πλοίο) α) αυτό που πλέει με ευστάθεια, που κάνει καλό ταξίδι, που αντέχει στην τρικυμία
β) αυτό που ταξιδεύει με αίσιους οιωνούς, με ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες, που επιχειρεί επικερδές ταξίδι
2. (για ανθρώπους) αυτός που ταξιδεύει ή ταξίδεψε άνετα, ευχάριστα, με γαλήνια θάλασσα («φθάσαμε καλοτάξιδοι στο νησί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -τάξιδος (< ταξίδι), πρβλ. αργοτάξιδος, πρωτοτάξιδος].