κελλί: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κελί]], το (ΑΜ [[κελλίον]] και κέλλιον, Μ και [[κελίον]] και [[κελί]] και [[κελίν]])<br />ιδιαίτερο [[δωμάτιο]], [[κάμαρα]], [[θάλαμος]] («ἔχει δὲ ἡ αὐλὴ κέλλια ἕξ», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[δωμάτιο]] φυλακής<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις μικρές κοιλότητες της κηρήθρας, όπου [[συνήθως]] οι μέλισσες αποθέτουν το [[μέλι]] ή αφήνει τα αβγά της η [[βασίλισσα]] για [[εκκόλαψη]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δωμάτιο]] [[μοναχού]] σε [[μοναστήρι]]<br /><b>2.</b> [[δωμάτιο]] ή [[σπίτι]] κληρικού<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπερώο]], [[σοφίτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλλα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίον</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=και [[κελί]], το (ΑΜ [[κελλίον]] και κέλλιον, Μ και [[κελίον]] και [[κελί]] και [[κελίν]])<br />ιδιαίτερο [[δωμάτιο]], [[κάμαρα]], [[θάλαμος]] («ἔχει δὲ ἡ αὐλὴ κέλλια ἕξ», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[δωμάτιο]] φυλακής<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις μικρές κοιλότητες της κηρήθρας, όπου [[συνήθως]] οι μέλισσες αποθέτουν το [[μέλι]] ή αφήνει τα αβγά της η [[βασίλισσα]] για [[εκκόλαψη]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δωμάτιο]] [[μοναχού]] σε [[μοναστήρι]]<br /><b>2.</b> [[δωμάτιο]] ή [[σπίτι]] κληρικού<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπερώο]], [[σοφίτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλλα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίον</i> ([[πρβλ]]. [[νησίον]], [[τοπίον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:20, 23 August 2021
Greek Monolingual
και κελί, το (ΑΜ κελλίον και κέλλιον, Μ και κελίον και κελί και κελίν)
ιδιαίτερο δωμάτιο, κάμαρα, θάλαμος («ἔχει δὲ ἡ αὐλὴ κέλλια ἕξ», πάπ.)
νεοελλ.
1. μικρό δωμάτιο φυλακής
2. καθεμιά από τις μικρές κοιλότητες της κηρήθρας, όπου συνήθως οι μέλισσες αποθέτουν το μέλι ή αφήνει τα αβγά της η βασίλισσα για εκκόλαψη
νεοελλ.-μσν.
1. δωμάτιο μοναχού σε μοναστήρι
2. δωμάτιο ή σπίτι κληρικού
αρχ.
υπερώο, σοφίτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλλα + υποκορ. κατάλ. -ίον (πρβλ. νησίον, τοπίον)].