κλεψίρρυτος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλεψίρρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ρέει [[κρυφά]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ Κλεψίρρυτος</i><br />[[ονομασία]] μικρού ρεύματος στην Αθήνα, το οποίο σε κάποιο [[τμήμα]] του έρρεε [[κάτω]] από το [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρυτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ρέω</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κλεψίρρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ρέει [[κρυφά]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ Κλεψίρρυτος</i><br />[[ονομασία]] μικρού ρεύματος στην Αθήνα, το οποίο σε κάποιο [[τμήμα]] του έρρεε [[κάτω]] από το [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρυτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ρέω</i>), [[πρβλ]]. [[μελίρρυτος]], [[ποταμόρρυτος]]. Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:26, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A secretly flowing, name of a stream at Athens, which flowed some distance under ground, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κλεψίρρῠτος: -ον, ὁ λάθρα ρέων, ὄνομα ῥύακος ἐν Ἀθήναις ὅστις ἐφ’ ἱκανὸν διάστημα ῥέει ὑπὸ τὴν γῆν, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κλεψίρρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που ρέει κρυφά
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Κλεψίρρυτος
ονομασία μικρού ρεύματος στην Αθήνα, το οποίο σε κάποιο τμήμα του έρρεε κάτω από το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -ρυτος (< ρυτός < ρέω), πρβλ. μελίρρυτος, ποταμόρρυτος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].