ποταμόρρυτος

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμόρρῠτος Medium diacritics: ποταμόρρυτος Low diacritics: ποταμόρρυτος Capitals: ΠΟΤΑΜΟΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: potamórrytos Transliteration B: potamorrytos Transliteration C: potamorrytos Beta Code: potamo/rrutos

English (LSJ)

ποταμόρρυτον (ῥέω)
A watered by rivers, Phryn.PSp.103B.
II washed down by rivers, κασσίτερος Scymn.165.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμόρρυτος: -ον, (ῥέω) ὁ διαρρεόμενος ὑπὸ ποταμῶν, «ποταμόρρυτος γῆ: ἡ διαρρεομένη ποταμοῖς» Α. Β. 60. ΙΙ. ὁ ὑπὸ ποταμῶν καταφερόμενος, κασσίτερος Σκύμν. 164· ὄλβος Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 596 (ἔνθα ποταμήρυτος).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για τόπο) αυτός που διαρρέεται από ποταμούς
2. (για πράγμ.) αυτός που μεταφέρεται από τον ποταμό («ποταμόρρυτος κασσίτερος», Σκύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αιμόρρυτος].

German (Pape)

von Strömen od. einem Strome durchflossen; Scymn. Chius 165; Phryn. in B.A. 60.