κρανέινος: Difference between revisions
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο και [[κρανένιος]], -α, -ο (AM [[κρανέινος]], -ΐνη, -ον, Α και [[κρανάϊνος]], -ΐνη, -ον και [[κράνινος]], -ίνη, -ον)<br />κατασκευασμένος από [[ξύλο]] κρανιάς («κρανέινα παλτὰ ἔχοντες», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρανεία]] «[[κρανιά]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο και [[κρανένιος]], -α, -ο (AM [[κρανέινος]], -ΐνη, -ον, Α και [[κρανάϊνος]], -ΐνη, -ον και [[κράνινος]], -ίνη, -ον)<br />κατασκευασμένος από [[ξύλο]] κρανιάς («κρανέινα παλτὰ ἔχοντες», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρανεία]] «[[κρανιά]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[οστέινος]], [[στυππέινος]]). Ο τ. [[κρανάινος]] [[κατά]] το [[πρότυπο]] παραγώγων όπως το <i>ελά</i>-<i>ινος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κρᾰνέϊνος, η, ον [[κράνον]]<br />made of [[cornel]]-[[wood]], Lat. [[corneus]], τόξα Hdt., Xen. | |mdlsjtxt=κρᾰνέϊνος, η, ον [[κράνον]]<br />made of [[cornel]]-[[wood]], Lat. [[corneus]], τόξα Hdt., Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο και κρανένιος, -α, -ο (AM κρανέινος, -ΐνη, -ον, Α και κρανάϊνος, -ΐνη, -ον και κράνινος, -ίνη, -ον)
κατασκευασμένος από ξύλο κρανιάς («κρανέινα παλτὰ ἔχοντες», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανεία «κρανιά» + κατάλ. -ινος (πρβλ. οστέινος, στυππέινος). Ο τ. κρανάινος κατά το πρότυπο παραγώγων όπως το ελά-ινος].
Middle Liddell
κρᾰνέϊνος, η, ον κράνον
made of cornel-wood, Lat. corneus, τόξα Hdt., Xen.